Μπορούμε να διακριθούμε μόνο με προϊόν που αποτελεί πρότυπο ποιότητας γνησιότητας και αγνότητας.

    Η ελαιοκαλλιέργεια στην Ελλάδα είναι αρκετά περίπλοκη, γιατί τα ελαιόδεντρα συναντώνται σε πολλές περιοχές της χώρας μας με διαφορετικά μικροκλίματα αλλά και διαφορετικές καλλιεργητικές πρακτικές. Αυτό συμβαίνει διότι το ελαιόλαδο παράγεται στην χώρα μας εδώ και χιλιετίες και μέχρι πρόσφατα ο μικρός κλήρος που αναλογεί σε κάθε καλλιεργητή προοριζόταν κυρίως για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών και ό,τι απέμενε από αυτή την κατανάλωση, διοχετευόταν σε γνωστούς προκειμένου να μην μείνει για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο.

 

   Αυτή η κοινωνική  πραγματικότητα προσέδωσε στο ελληνικό ελαιόλαδο χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν την ποιότητα του.

 

   Από την μία πλευρά δεν υπήρξε το ενδιαφέρον για μία συστηματική ανάπτυξη σε επιστημονική βάση της ελληνικής παραγωγής, με αποτέλεσμα πολλές πρακτικές (κυρίως μετά την συγκομιδή του καρπού) να στερούνται των προδιαγραφών της υψηλής διατηρησιμότητας του προϊόντος. Από την άλλη πλευρά όμως δεν υπήρξε ούτε το ενδιαφέρον για εντατικοποίηση της παραγωγής με χρήση φυτοφαρμάκων και άλλων χημικών μεθόδων στα χωράφια και στην διαδικασία της ελαιοποίησης.

 

    Έτσι το ελληνικό ελαιόλαδο που παράγεται από μικρούς παραγωγούς, στην μεγάλη του πλειοψηφία χαρακτηρίζεται ως εξαιρετικό τόσο στην ποιότητα όσο και στην γνησιότητα  γιατί ευνοείται συνήθως από το μικροκλίμα της κάθε περιοχής. Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί εύκολα και ως άριστο στα οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά αλλά και στην διάρκεια αυτών,  αν υπήρχε το ενδιαφέρον αλλά και η κατάλληλη παρακίνηση.